- φραστικον
- φραστικόντό умение говорить Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φραστικόν — φραστικός indicative masc acc sg φραστικός indicative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φραστικός — ή, ό / φραστικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φράση (α. «φραστικοί τρόποι» β. «φραστικά σφάλματα» γ. «φραστικό πυροτέχνημα») αρχ. 1. ο κατάλληλος να δηλώσει, να εκφράσει κάτι 2. εκφραστικός, εύγλωττος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ … Dictionary of Greek